- αναδιπλώνω
- (Α ἀναδιπλῶ, -όω)1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαιαρχ.(στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διπλῶ, ώνω.ΠΑΡ. αναδίπλωση (-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.